αβάκιο

αβάκιο
το
η πλάκα πάνω στην οποία παλιότερα έγραφαν οι μαθητές με το κοντύλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ …   Dictionary of Greek

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

  • δέλτος — η (AM δέλτος) 1. μικρός πίνακας για γράψιμο 2. ιστορικό γραπτό μνημείο, διαθήκη, βιβλίο («οι δέλτοι τής ιστορίας», «αἱ δώδεκα δέλτοι») αρχ. 1. μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν 2.… …   Dictionary of Greek

  • κοντύλι — και κονδύλι και κονδύλιο(ν), το (Μ κονδύλι[ν]) 1. γραφικός κάλαμος 2. πινέλο ζωγράφου νεοελλ. 1. η γραφίδα από σχιστόλιθο με την οποία έγραφαν στο αβάκιο στην πλάκα οι μαθητές 2. το χρηματικό ποσό που διατίθεται για ορισμένη δαπάνη ή που… …   Dictionary of Greek

  • λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… …   Dictionary of Greek

  • πεσσευτήριον — τὸ, ΜΑ 1. το ξύλινο αβάκιο επάνω στο οποίο τοποθετούσαν τους πεσσούς 2. αιγυπτιακός αστρονομικός πίνακας χωρισμένος σε τετράγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσονομώ — έω, Α 1. τοποθετώ τους πεσσούς στο αβάκιο για να αρχίσει το παιχνίδι 2. μτφ. καθορίζω, σχεδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσός + νομῶ (< νόμος < νέμω)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • πετροκόντυλο — το, Ν το κοντύλι από σχιστόλιθο με το οποίο έγραφαν τα παιδιά πάνω στην πλάκα, στο αβάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κοντύλι] …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”